4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Σοφία Καββαθά: Ένα περιοδικό γεννιέται-Επεισόδιο 5ο

Συνέχεια από το προηγούμενο τεύχος...

Κοιτάζω το κείμενο του προηγούμενου τεύχους και... αυτοελέγχομαι! Πώς τό ’κανα το λάθος; Δε βρίσκω δικαιολογία πώς άφησα μια ανθρώπινη ιστορία να περιμένει ένα μήνα για να ολοκληρωθεί! Αποκατάσταση τώρα, με μια μεγάλη συγγνώμη.
Κάποιο φθινόπωρο με πρωτοβρόχια ανεβαίνω με κάποια χιλιόμετρα την Πινδάρου, στρίβω δεξιά Αναγνωστοπούλου και πατάω ελαφριά φρένο. Το Renault 5 Alpine σταματάει πάνω σε μια κούκλα Alfetta. «Ζητάω συγγνώμη... Ξέρετε, μπλοκάρισαν οι τροχοί και δεν επιβράδυνα» (είχε και 75% μπλοκέ). Κάγκελο ο άνθρωπος, ακούγοντας μια γυναίκα τού τότε και της Αναγνωστοπούλου (μαγαζιά και ψώνια) να μιλάει για μπλοκέ διαφορικά. Με κοιτάζει. Συνεχίζω: «Παρακαλώ, πηγαίνετε στο συνεργείο της Alfa Romeo, θα τους ενημερώσω για το συμβάν. Το όνομά μου είναι Σ. Καββαθά, 915814 το τηλέφωνό μου». Κι εκείνος λέει: «Κυρία Καββαθά, χαίρω και... δε χαίρω πολύ. Λέγομαι Τάκης Χ». Αναγνώστης, σκέφτομαι, και σημειώνω όνομα, τηλέφωνο, αριθμό αυτοκινήτου, ξαναζητάω συγγνώμη για την ταλαιπωρία και επιστρέφω στο γραφείο. Παραδίδω το αγωνιστικό και ψάχνω για ένα πιο απλό αυτοκίνητο για την καθημερινή, υποχρεωτική οδήγηση από τη μία άκρη της πόλης στην άλλη, αφού επισκέπτομαι δεκάδες επιχειρήσεις για να τους πείσω να διαφημιστούν στα περιοδικά μας.
Είναι Απρίλης του 1973 και το νέο μας περιοδικό, ΗΧΟΣ & HI-FI για τη μουσική και την υψηλή πιστότητα τότε, και σήμερα ΗΧΟΣ-ΕΙΚΟΝΑ, κυκλοφορεί, μιας και το hi-fi ήταν μεγάλη τρέλα της δεκαετίας του ’70. Έτσι, εγώ δεν είμαι μόνο της... Συγγρού πλέον, αλλά και της Γ΄ Σεπτεμβρίου και της Αριστοτέλους, γιατί σ’ αυτήν την περιοχή ΑΝΘΙΖΕ τότε η αγορά ακουστικών συστημάτων. Ήταν, δηλαδή, κάτι σαν τη Λ. Συγγρού της πρώιμης αυτοκινητιστικής εποχής! Το ’73... ’74... (έτσι κι αλλιώς οι χρονιές στη δικτατορία ήταν όλες ίδιες) περνάει αργά, αλλά οι πολίτες ψιθυρίζουμε δυναμικά: «είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς». Στο διαμέρισμά μας στο Παγκράτι χτυπάει το κουδούνι, και δεν είναι η αστυνομία να μας συλλάβει, αλλά ο... Θόδωρος Βενάρδος, ο ληστής με τις γλαδιόλες, όπως τον αποκαλούσαν οι εφημερίδες. Έμπαινε όπου και όποτε ήθελε και τάραζε τα βρομόνερα της χούντας, και χούντα λέμε τη δικτατορική παράτα της 21ης Απριλίου που είχαν βαφτίσει «επανάσταση». Ο νέος με τις γλαδιόλες μπήκε έως και μέσα σε στρατόπεδο και ανατίναξε τα πυρομαχικά, κι αναρωτιέμαι σήμερα αν τότε ο Βενάρδος ήταν «τρομοκράτης» ή Ρόμπιν Χουντ. Κι οι πονηροί, κοντοί, άσχημοι, κακόγουστοι, κομπλεξικοί δικτατορίσκοι και τα τσιράκια τους άρχισαν τoν πονηρό πόλεμο, τον μόνο που ξέρουν να κάνουν, διαδίδοντας ότι ο Βενάρδος είχε σκοτώσει δύο ηλικιωμένους για να τους πάρει την υψηλή -όπως πάντα στην Ελλάδα- σύνταξη ή πως λήστευε τις τράπεζες για να ζει πλούσια και να κάνει αποταμίευση.
Όμως, πίσω στο διαμέρισμα και στο κουδούνι που χτυπάει μια Κυριακή στο διαμπερές δυάρι του τέταρτου ορόφου στην Αντήνορος όπου μένει η οικογένεια Κ.Κ. Στο θυροτηλέφωνο ρωτάω: «Ποιος είναι;». «Τον κύριο Καββαθά ζητάω» μου λένε. «Δεν είναι εδώ...» «Κυρία Καββαθά, έφερα τις φωτογραφίες από το σημερινό Τατόι για να τις δώσω στον κύριο Καββαθά. Μου ανοίγετε, παρακαλώ, να σας τις αφήσω. Τις χρειάζεται για το περιοδικό χτες, αν ήταν δυνατόν.» «Ανοίγω... Στον τέταρτο είμαστε.» Το πλυντήριο των ρούχων, Calor θυμάμαι, γουργουρίζει, στην κουζίνα ετοιμάζεται κάτι... να φάμε και το πικάπ παίζει, όπως πάντα, για να ξεχνιέμαι δουλεύοντας και στο σπίτι ότι η ζωή και η Κυριακή είναι μόνο μία. Ντριν, ντριν. Ανοίγω. Με το άνοιγμα της πόρτας και τη διαφορά του φωτισμού, το πρώτο που πιάνω είναι μια θαυμάσια μυρωδιά καθαριότητας και ευπρέπειας. Και μετά προσαρμόζονται τα απροσάρμοστα στην πραγματικότητα μάτια μου, και βλέπω μπροστά μου έναν περιποιημένο νεαρό κύριο. «Γεια σας, γεια σας... Μου δίνετε τις φωτογραφίες, παρακαλώ, γιατί η χύτρα σφυρίζει;» «Μπορώ να περάσω; Ξέρετε, δεν μπορώ να μένω στο διάδρομο. Με ψάχνει η αστυνομία. Είμαι ο Θόδωρος Βενάρδος.» Ψιλοχαμογελάω, και λέω: «Κι εγώ είμαι η Γκαλίνα Ουλάνοβα, αλλά έχω δουλειές και είμαι μόνη στο σπίτι». «Κυρία Καββαθά, είμαι ο καταζητούμενος Βενάρδος. Σας ορκίζομαι ότι κινδυνεύω. Μη φοβάστε, δεν έχω τίποτα επάνω μου, και, όπως βλέπετε, δε σας έφερα ούτε καν γλαδιόλες. Μόνο ένα γράμμα για τον κύριο Καββαθά. Δεν κινδυνεύετε από μένα. Κοιτάξτε», κι ανοίγει το σακάκι (φορούσε ένα ωραίο κοστούμι), για να δω ότι δεν οπλοφορεί. «Όποιος κι αν είστε και ό,τι κι αν θέλετε, εγώ είμαι φοβητσιάρα και μπορεί να βάλω τις φωνές και να σας κάνω κακό, και δεν το θέλω. Δώστε μου το γράμμα και φύγετε». Και να... το στοιχείο της πλοκής που δημιουργεί τραγωδίες, σενάρια, μυθιστορήματα, αλλά, όταν το ζεις στην πραγματικότητα και με δικτατορία, θες και ν’ αντισταθείς, και δεν το θες, αλλά σαν τρελός σκέπτεσαι πως πρέπει να το κάνεις.
Το φωτάκι του ασανσέρ ανάβει, ζωντανεύει μέσα μου την πραγματικότητα και την ηθική. Σταματάω να τρέμω, και με σταθερή φωνή λέω: «Ελάτε μέσα». Who am I? Εγώ, η grande φοβητσιάρα, που όπου βρίσκομαι μόνη διπλοκλειδώνομαι και αμπαρώνομαι, να κάθομαι στον ίδιο χώρο με τον Βενάρδο. Ευτυχώς, δε διαβάζω ποτέ αστυνομικά ρεπορτάζ και δεν ήξερα πολλά για τη δράση του, και ήταν και δικτατορία, και μου άρεσε και να της τη φέρω. Ζητάω συγγνώμη και τηλεφωνώ στον Κ.Κ., που ήταν σε φιλικό σπίτι. «Τι θέλεις πάλι, Σοφία;». Ευτυχώς, το «Σοφία» δε με αφορά, έχω και την αγωνία μου, δε δίνω σημασία στο ύφος, και κατηγορηματικά (σπάνιο για μένα) λέω: «Έλα αμέσως, δε γίνεται αλλιώς. Είναι κάποιος εδώ και θέλει μόνο εσένα». Το πώς πέρασαν τα 20-30 αιώνια εκείνα λεπτά του χρόνου δεν είναι της ώρας. Ξεκάθαρα, όμως, μου λέει ότι θέλει να απομυθοποιήσει-γελοιοποιήσει το δικτατορικό στρατιωτικό καθεστώς με τις πλάτες της αστυνομίας και των καλοβολεμένων οικονομικά από το καθεστώς και τον τρόπο διοίκησής του επί του προκειμένου. Για παράδειγμα, και από το χώρο μας, το χώρο του αυτοκινήτου, που τον ζήσαμε πολύ καλά και επί 7 (7χρονη η δικτατορία). Στα προϊόντα που μείωσε τις εισαγωγές τους ήταν και το αυτοκίνητο. Έτσι, η έλλειψη αυτή έφερε στην αγορά αυτοκινήτου τόκους-τοκογλυφικούς και 40% στις αγορές με γραμμάτια ΚΑΙ καπελάκι έως ημίψηλο για τη συντομότερη παράδοσή του. ΠΟΛΛΑ ΗΤΑΝ ΤΑ ΛΕΦΤΑ.
Χτυπάει το κουδούνι, ακούω τον Κώστα. Ανοίγω, το ασανσέρ ανεβαίνει, σταματάει, ανοίγει η πόρτα του ασανσέρ και του σπιτιού, μικρός ο κοινόχρηστος χώρος, βγαίνουν σ’ αυτόν ο Θ.Β. από το διαμέρισμα, ο Κ.Κ. και το φιλικό ζευγάρι από το ασανσέρ, περνούν οι φίλοι μέσα, κλείνω εγώ την πόρτα μας και μένουν έξω οι δύο. Ο Κώστας Καββαθάς κι ο Θόδωρος Βενάρδος. Χτύπημα στην πόρτα, μπαίνει ο Κ.Κ., την έκφρασή του δεν τη θυμάμαι, γιατί είχαμε ενημέρωση του συμβάντος με τους φίλους που ήρθαν μαζί, και μας λέει: «Μου ζήτησε να μου δώσει ένα γράμμα που το απευθύνει σε εμένα να το δημοσιεύσω στο περιοδικό. Είναι αναγνώστης και γνωρίζει τη μαχητικότητα του Κ.Κ.». Του λέω κι εγώ ότι το περιοδικό θα αργήσει να κυκλοφορήσει και δεν έχει και μεγάλη κυκλοφορία, όπως η εφημερίδα «Τα Νέα», ας πούμε, που είναι πρώτη σε κυκλοφορία. Κι αφού ακούμε τον Κώστα, μπαίνει το ερώτημα (δικτατορία πάντα) «τώρα τι κάνουμε;». Το άτομο καταζητείται, οι πολίτες έχουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις, όπως να τον καταδώσουν και να μεταφέρουν κάθε πληροφορία. Αν όχι, είναι συνένοχοι.
Τα τσιγάρα ανάβουν (τότε καπνίζαμε όλοι, και ο Κ.Κ.), και πέφτει το θέμα στο τραπέζι. Λέω εγώ, που το σκεφτόμουν αρκετή ώρα πριν από τους άλλους και με κάποιες γνώσεις επί του θέματος παραπάνω: «Αφήνουμε να περάσει εύλογος χρόνος, να αλλάξει περιοχή ο καταζητούμενος, για να ισχυριστούμε ότι έπαθα σοκ από το φόβο μου, λιποθύμησα, κι όλα τα υπόλοιπα που χρειάστηκαν να γίνουν για να συνέλθω ροκάνισαν το χρόνο». Ένσταση από τη φίλη του φίλου, η οποία ήταν σε διάσταση και δεν ήθελε να δημοσιοποιηθεί ότι συνοδευόταν από άλλον, και γι’ αυτό δε θά ’πρεπε να το αναφέρουμε στην αστυνομία.
«Τι είναι αυτά;» λέει ο Κ.Κ. «Το γράμμα απευθύνεται σ’ εμένα, θα έχει τ’ όνομά μου. Πώς θα το κρύψουμε;» Κλάμα η άλλη, γιατί ο πρώην άντρας της θα της έπαιρνε την κόρη, αν μαθευόταν ο δεσμός της, και αρχίζει το «ναι-όχι-πώς-όχι-όχι». «Θα ορκιστούμε εδώ και τώρα ότι δε θα πούμε τίποτα, ότι δεν ήρθε ποτέ» ακούγεται ο φίλος, σαν να είμαστε σε προσκοπική εκδρομή και δίνουμε όρκο μυστικότητας. Σε δύσκολη θέση ο Κώστας, λόγω του παιδιού κτλ., συμφωνεί όχι να ορκιστούμε, αλλά να το ξεχάσουμε. Εμείς το ξεχάσαμε, εκείνο όμως δε μας ξέχασε. Κι αρχίζει το θρίλερ των συνεπειών με την Ασφάλεια Αθηνών.